οὕμ'

οὕμ'
ἐμέ , ἐγώ
I at least
masc/fem acc 1st sg
ἐμά , ἐμός
mine
neut nom/voc/acc pl
ἐμά̱ , ἐμός
mine
fem nom/voc/acc dual
ἐμά̱ , ἐμός
mine
fem nom/voc sg (doric aeolic)
ἐμέ , ἐμός
mine
masc voc sg
ἐμαί , ἐμός
mine
fem nom/voc pl
ὕμα , ὗμα
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • όποσ(σ)ουμ — και όποσ(σ)ον, το ζωολ. γενική κοινή ονομασία 66 περίπου ειδών μικρόσωμων μαρσιποφόρων θηλαστικών τής Αμερικής, που ανήκουν στην οικογένεια διδελφίδες και φημίζονται για τη γούνα τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. opossum < λ. apasum τής Αλγκονκικής,… …   Dictionary of Greek

  • Ιορδανία — Επίσημη ονομασία: Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας Έκταση: 92.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.307.470 (2002) Πρωτεύουσα: Αμμάν (1.415.000 κάτ. το 1999)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Δ με το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη… …   Dictionary of Greek

  • Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… …   Dictionary of Greek

  • Κατάρ — Επίσημη ονομασία: Εμιράτο του Κατάρ Έκταση: 11.437 τ. χλμ. Πληθυσμός: 793.341 (2001) Πρωτεύουσα: Ντόχα (285.000 κάτ. το 2001)Κράτος της δυτικής Ασίας, στην Αραβική χερσόνησο, στην είσοδο του Περσικού κόλπου. Συνορεύει στα Ν με τη Σαουδική Αραβία… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • λαός — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα B με την Κίνα και το Βιετνάμ, στα Α με το Βιετνάμ, στα Ν με την Καμπότζη, στα Δ με τη Ταϊλάνδη και στα ΒΔ με τη Μυανμάρ.Tο Λ. είναι το μοναδικό κράτος της χερσονήσου της Ινδοκίνας που δεν βρέχεται… …   Dictionary of Greek

  • Γάδαρα — Αρχαία πόλη της Παλαιστίνης, που ήταν χτισμένη ΝΑ της λίμνης Τιβεριάδας. Κυριεύτηκε το 218 π.Χ. από τον Αντίοχο τον Μεγάλο, στη συνέχεια όμως την ανακατέλαβε ο παλιός της άρχοντας Αλέξανδρος Ιανός. Το 30 π.Χ., ο Οκτάβιος την παραχώρησε μαζί με τη …   Dictionary of Greek

  • Μαρόκο — Κράτος της βορείου Αφρικής. Συνορεύει στα Δ με την Αλγερία και στα Ν με τη Δυτική Σαχάρα. Βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.Το Μ. έχει χερσαία σύνορα μήκους 2.017 χλμ. που τη χωρίζουν από την Αλγερία (1.559 …   Dictionary of Greek

  • Μένιππος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Κυνικός φιλόσοφος (3ος αι. π.Χ.). Καταγόταν από τα Γάδαρα της Παλαιστίνης (το σημερινό Ουμ Κάις της Ιορδανίας) και ήταν γνωστός ως ο ιδρυτής ενός νέου φιλολογικού είδους, της μενίππειας σάτιρας. Το έργο του βρήκε… …   Dictionary of Greek

  • Ουλμ — (Ulm). Πόλη (108930 κάτ.) της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας στο κράτος (Land) Μπάντεν Βύρτεμπεργκ. Βρίσκεται στους πρόποδες του Σουηβικού Ιούρα (Schwabische Alb) και στην αριστερή όχθη του άνω ρου του Δούναβη (που εδώ δεν είναι ακόμα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”